Τραύμα

Πολλοί άνθρωποι είχαν στη ζωή τους μία ή περισσότερες τραυματικές εμπειρίες. Ωστόσο, λίγοι είναι αυτοί που το αναγνωρίζουν και το αντιμετωπίζουν.Ένας λόγος είναι ότι μπορεί οι συνέπειες του τραύματος να μην τους δυσκολεύουν ιδιαίτερα τη ζωή (π.χ. αν είχαν μια τραυματική εμπειρία με ένα σκυλί, απλά αποφεύγουν τους σκύλους). Ένας άλλος λόγος είναι ότι οι συνέπειες του τραύματος δεν φαίνονται πάντα αμέσως μετά από το γεγονός που τις προκάλεσε. Τα συμπτώματα μπορεί να μείνουν κρυμμένα και συσσωρευμένα ακόμα και για χρόνια και να εμφανιστούν μόνο σε μια φάση έντονου άγχους μέσα από ψυχοσωματικά προβλήματα, κρίσεις πανικού ή κατάθλιψη χωρίς το άτομο να καταλαβαίνει που οφείλονται. Ειδικά, αν κάποιος δεν θυμάται την τραυματική του εμπειρία, τότε το μυστήριο γίνεται μεγαλύτερο και μένει να αναρωτιέται γιατί, για παράδειγμα, “παγώνω” κάθε φορά που ακούω έναν απότομο δυνατό θόρυβο!

Αλλά ακόμα και άνθρωποι που καταλαβαίνουν ότι έχουν τραυματιστεί και βλέπουν μπροστά τους όλα τα συμπτώματα, συχνά τα αρνούνται. Στο σύγχρονο πολιτισμό επικρατεί ακόμη η τάση να αντιμετωπίζουμε τα δύσκολα συναισθήματα ως ένδειξη αδυναμίας και να τα απωθούμε. Επίσης, συχνά το περιβάλλον του τραυματισμένου ατόμου στην προσπάθεια του να βοηθήσει θα σπεύσει να του πει «Σύνελθε. Τελείωσε τώρα. Ξέχασέ το και συνέχισε τη ζωή σου». Για να μην κριθεί ως αδύναμο, το άτομο θα πέσει στην παγίδα της άρνησης, θα καταπιέσει το πώς νιώθει και θα προσπαθήσει να συνεχίσει τη ζωή του. Δυστυχώς, το μόνο που καταφέρνει έτσι είναι να αποκτά ακόμα περισσότερα συμπτώματα και να εμποδίζει τη θεραπεία του.

Επίσης, πολλοί άνθρωποι δεν γνωρίζουν είναι ότι πολλές, φαινομενικά ασήμαντες, καταστάσεις μπορεί να είναι τραυματικές. Κατά συνέπεια αρκετοί ντρέπονται να παραδεχτούν ότι έχουν τραυματιστεί από κάτι που φαίνεται ασήμαντο στους άλλους. Έτσι, απομονώνονται από τους γύρω τους, οι οποίοι θα μπορούσαν να τους στηρίξουν και να συμβάλλουν σημαντικά στην θεραπεία του τραύματος.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι το πρώτο βήμα για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε το τραύμα και τα συμπτώματα που το ακολουθούν είναι να κατανοήσουμε τι ακριβώς είναι. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να το αναγνωρίζουμε και να το αποδεχόμαστε χωρίς ενοχές και επικρίσεις και να πάρουμε το δρόμο για τη θεραπεία του.

Τι είναι το τραύμα;

Σύμφωνα με τα Διαγνωστικά Κριτήρια, ένα άτομο έχει τραυματιστεί όταν 1) βίωσε, ήταν μάρτυρας ή βρέθηκε αντιμέτωπό με ένα γεγονός στο οποίο υπήρξε πραγματικός ή επαπειλούμενος θάνατος ή σοβαρός τραυματισμός, ή απειλή της σωματικής ακεραιότητας του εαυτού ή άλλων, και 2) το άτομο ένιωσε έντονο φόβο, αίσθημα ότι ήταν αβοήθητο ή τρόμο.

Το τραύμα, λοιπόν, είναι μια ψυχική και σωματική εμπειρία, ακόμα και στις περιπτώσεις που το τραυματικό γεγονός δεν προκαλεί άμεση σωματική ζημιά. Επίσης, ένα γεγονός είναι τραυματικό για κάποιον, όταν ο ίδιος το έχει βιώσει ως απειλή για τη ζωή του ή τη σωματική του ακεραιότητα. Για αυτό και τραυματική εμπειρία για κάποιον μπορεί να είναι και γεγονότα όπως ο θάνατος κοντινού προσώπου, μια σοβαρή ασθένεια, ένα ατύχημα, χειρουργικές επεμβάσεις, φυσικές καταστροφές, αλλά και κάτι πιο απλό όπως ένα σκυλί που τον κυνήγησε, έστω και αν δεν του έκανε κακό.

Η απορία που γεννιέται εδώ είναι γιατί οι παραπάνω εμπειρίες που συμβαίνουν στους περισσότερους ανθρώπους, είναι τραυματικές μόνο σε μερικούς. Υπάρχει ένα σύνολο διαφορετικών παραγόντων που καθορίζει την ικανότητα μας να ανταποκριθούμε με κατάλληλο τρόπο στην απειλή:

Το ίδιο το γεγονός: πόσο απειλητικό είναι; Πόσο διαρκεί; Πόσο συχνά συμβαίνει; Τα απειλητικά γεγονότα που είναι έντονα και διαρκή παρουσιάζουν μεγαλύτερες προκλήσεις.

Το πλαίσιο ζωής του ατόμου τη στιγμή του τραυματικού γεγονότος: Η στήριξη ή μη από την οικογένεια και τους φίλους μπορεί να έχει σημαντική επίδραση επάνω μας.

Τα φυσικά χαρακτηριστικά του ατόμου: όπως είναι η ηλικία ή το επίπεδο ανάπτυξης και αντοχής του ατόμου. Για παράδειγμα, αν αφήσουμε ένα παιδί μόνο σε ένα κρύο δωμάτιο μπορεί να τραυματιστεί, ενώ ένας ενήλικας μπορεί να νιώσει απλά άβολα.

Οι επίκτητες ικανότητες του ατόμου: δηλαδή αν έχει την εμπειρία ή τις δεξιότητες να χειριστεί μια απειλητική κατάσταση.

Η αίσθηση του ατόμου ότι έχει την ικανότητα να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο: αυτή εξαρτάται από τις εξωτερικές και εσωτερικές πηγές ενέργειας που έχει το άτομο. Για παράδειγμα, αν έχει ένα όπλο να αμυνθεί ή αν έχει γρήγορα αντανακλαστικά για να προστατευτεί.

Ιστορικό επιτυχίας ή αποτυχίας σε παρόμοιες καταστάσεις.

Άρα αυτό που παίζει καθοριστικό ρόλο είναι σε τι κατάσταση βρισκόταν το άτομο όταν συνέβη το τραύμα. Μπορεί να φαίνεται περίεργο αν  ένας ενήλικας φοβάται τα ύψη. Όχι όμως τόσο, αν σκεφτούμε ότι έπεσε από ένα ψηλό δέντρο όταν ήταν παιδί και τότε καταγράφηκε για πρώτη φορά η τραυματική εμπειρία.

Διαταραχή Μετατραυματικού Άγχους

Όταν, λοιπόν, ένας άνθρωπος συνεχίζει να βιώνει το άγχος ενός τραυματικού γεγονότος, ενώ αυτό έχει πια τελειώσει, τότε μιλάμε για Διαταραχή Μετατραυματικού Άγχους. Στην περίπτωση αυτή τα συμπτώματα είναι:

Α. Το τραυματικό γεγονός επαναβιώνεται επίμονα με έναν ή περισσότερους από τους ακόλουθους τρόπους:

  • Το άτομο θυμάται επαναλαμβανόμενα και χωρίς να το θέλει το τραυματικό γεγονός μέσα από εικόνες, σκέψεις και αντιλήψεις.
  • Το άτομο ενεργεί ή αισθάνεται σαν να ξανασυμβαίνει το τραυματικό γεγονός.
  • Νιώθει έντονη ψυχολογική ή σωματική ενόχληση κατά την έκθεση σε εσωτερικές ή εξωτερικές νύξεις που συμβολίζουν ή μοιάζουν με κάποια πλευρά του γεγονότος.

Β. Το άτομο αποφεύγει ερεθίσματα που συνδέονται με το τραύμα και παραλύει η λειτουργικότητά του με κάποιον από τους εξής τρόπους:

  • Προσπαθεί να αποφύγει σκέψεις, συζητήσεις, δραστηριότητες και τόπους που προκαλούν ανακλήσεις του τραύματος.
  • Δυσκολεύεται να θυμηθεί κάποιες πλευρές του τραυματικού γεγονότος.
  • Απομακρύνεται από τους άλλους.
  • Μείωση ενδιαφέροντος ή  συμμετοχής σε δραστηριότητες.

Επίσης, μπορεί να παρουσιάζει ψυχοσωματικά συμπτώματα, αϋπνίες, εκρήξεις θυμού και δυσκολία συγκέντρωσης, κρίσεις πανικού, άγχος και φοβίες.

Πώς, όμως, προκύπτουν αυτά τα συμπτώματα; Δηλαδή, τι συμβαίνει και μια τραυματική εμπειρία οδηγεί σε διαταραχή μετατραυματικού άγχους;

Πρώτα χρειάζεται να κατανοήσουμε τι συμβαίνει στον οργανισμό μας όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια απειλή. Στην περίπτωση αυτή, το λιμβικό σύστημα του εγκεφάλου μας στέλνει σήμα και απελευθερώνονται ορμόνες, οι οποίες ειδοποιούν το σώμα να ετοιμαστεί να αμυνθεί. Καθώς απελευθερώνονται οι ορμόνες αυτές, αυξάνεται ο ρυθμός της αναπνοής και της καρδιάς και το αίμα φεύγει από την επιφάνεια και πάει στους μύες καθώς το σώμα ετοιμάζεται για γρήγορη κίνηση. Με αυτόν τον τρόπο το σώμα αποκτά μεγαλύτερη δύναμη ώστε να φύγει ή να παλέψει την απειλή.

Αν το λιμβικό σύστημα αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει αρκετή δύναμη, χρόνος και χώρος για φυγή, τότε το σώμα αρχίζει να τρέχει. Αν το λιμβικό σύστημα αντιλαμβάνεται ότι δεν υπάρχει χρόνος να φύγει το άτομο, αλλά υπάρχει αρκετή δύναμη να αμυνθεί, τότε το σώμα θα παλέψει. Αν όμως το λιμβικό σύστημα αντιλαμβάνεται ότι δεν υπάρχει ούτε χρόνος ούτε δύναμη για φυγή ή πάλη και το άτομο θα πάθει κακό, τότε το σώμα θα παγώσει.

Η φύση έχει αναπτύξει την αντίδραση της ακινησίας για δύο λόγους. Ο ένας είναι ότι χρησιμεύει ως έσχατη στρατηγική επιβίωσης. Για παράδειγμα, υπάρχει περίπτωση ένα θήραμα που θα παγώσει να κάνει το λιοντάρι που το κυνηγά να πιστέψει ότι είναι ήδη νεκρό και να το αφήσει για να συνεχίσει το κυνήγι του. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι κατά τη διάρκεια του παγώματος κάθε ζώο, όπως και ο άνθρωπος, εισέρχεται σε μια κατάσταση στην οποία δε νιώθει καθόλου πόνο.

Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι αυτές οι αντιδράσεις μπροστά στον κίνδυνο είναι αυτόματες. Οι περισσότεροι σύγχρονοι πολιτισμοί έχουν την τάση να κρίνουν ως αδυναμία και δειλία αυτή την ενστικτώδη παράδοση μπροστά σε μια συντριπτική απειλή. Ως αποτέλεσμα, πολλοί άνθρωποι κατηγορούν τον εαυτό τους και νιώθουν ενοχές για την αντίδραση τους αυτή. Αυτό είναι πολύ συχνό φαινόμενο με τα θύματα βιασμού, τα οποία συχνά σκέφτονται, ότι έφταιγαν για αυτό που τους συνέβη γιατί δεν ούρλιαξαν ή δεν πάλεψαν αρκετά. Συνεπώς, είναι πολύ σημαντικό να κατανοήσει το θύμα του τραύματος ότι το πάγωμα είναι μια αυτόματη και σοφή στρατηγική επιβίωσης, ώστε να μπορέσει να συγχωρήσει τον εαυτό του.

Γιατί, όμως, συνεχίζουμε να βιώνουμε απειλή ακόμα και όταν δεν υπάρχει;

Η απάντηση σε αυτή την απορία βρίσκεται στη λειτουργία της μνήμης. Υπάρχουν δύο τύποι μνήμης, η έκδηλη και άδηλη μνήμη. Όταν ένα άτομο σκέφτεται συνειδητά για κάτι και το περιγράφει με λέξεις χρησιμοποιεί την έκδηλη μνήμη. Η έκδηλη μνήμη βασίζεται στη γλώσσα και αποθηκεύει γεγονότα και διαδικασίες που απαιτούν σκέψη και περιγραφή, όπως είναι το πώς να λύσω μια μαθηματική εξίσωση. Επίσης η έκδηλη μνήμη τοποθετεί τα γεγονότα σε χρονικό πλαίσιο και βοηθά να βγάζουμε νόημα. Κατά τη διάρκεια ενός τραυματικού γεγονότος, το άτομο δε μπορεί να αποθηκεύσει στην έκδηλη μνήμη. Συνεπώς, δεν μπορεί να καταγράψει ότι η απειλή τελείωσε και βρίσκεται στο παρελθόν του.

Από την άλλη πλευρά η άδηλη μνήμη δεν βασίζεται στη γλώσσα. Αφορά διαδικασίες και εσωτερικές καταστάσεις, οι οποίες είναι αυτόματες. Στην άδηλη μνήμη αποθηκεύονται συναισθήματα, σωματικές αισθήσεις και μαθημένες συμπεριφορές. Λειτουργεί ασυνείδητα, εκτός εάν γίνει συνειδητή μέσα από τη σύνδεσή της με την έκδηλη μνήμη, η οποία διηγείται ή βγάζει νόημα από την ανάμνηση του συναισθήματος, της αίσθησης κτλ. Για παράδειγμα, το να οδηγώ ποδήλατο είναι κάτι που αποθηκεύεται στην άδηλη μνήμη και γι αυτό μπορώ να το κάνω χωρίς να το σκέφτομαι. Βέβαια μπορώ να το συνδέσω με την έκδηλη μνήμη και να περιγράψω πώς κάνω ποδήλατο. Ωστόσο, κανείς δεν το κάνει, γιατί δε μπορεί να οδηγήσει ποδήλατο με αυτό τον τρόπο.

Όσον αφορά τα τραυματικά γεγονότα, αυτά καταγράφονται πιο εύκολα στην άδηλη μνήμη. Σε πολλές περιπτώσεις τα τρομακτικά συναισθήματα, οι ανησυχητικές αισθήσεις του σώματος και οι παρορμήσεις που υπήρχαν όταν το άτομο τραυματίστηκε παραμένουν όλα στην άδηλη μνήμη χωρίς το άτομο να έχει τις πληροφορίες σχετικά με το πότε, πώς και γιατί δημιουργήθηκαν.

Αυτός ο διαχωρισμός της έκδηλης και άδηλης μνήμης ονομάζεται αποσύνδεση. Κατά τη διάρκεια του τραύματος το άτομο μπορεί να διαχωρίσει στοιχεία από την εμπειρία του, ώστε να μειώσει την επίδραση του γεγονότος. Για παράδειγμα, μερικά άτομα παθαίνουν ένα είδος αμνησίας και δε θυμούνται όλα τα γεγονότα της τραυματικής τους εμπειρίας. Κάποιοι άλλοι αναισθητοποιούνται, δηλαδή αποκόβονται από τα συναισθήματά τους για να μη νιώσουν πόνο.

Γιατί, όμως, το άτομο μπροστά στο ίδιο ερέθισμα διαλέγει ξανά την αντίδραση του παγώματος;

Υπάρχουν δυο λόγοι. Ο ένας είναι ότι το τραυματισμένο άτομο υποφέρει από χρόνια υπερδιέγερση. Όταν έρχεται αντιμέτωπος με μια απειλή ο οργανισμός λειτουργεί με μεγάλη ενέργεια για να αποφύγει τον κίνδυνο. Τη στιγμή που επιλέγει να παγώσει, η ροή της ενέργειας κόβεται απότομα. Εξωτερικά το σώμα είναι παγωμένο, ενώ εσωτερικά το νευρικό σύστημα είναι ακόμα υπερφορτισμένο. Αυτό που συμβαίνει, λοιπόν, στο σώμα του ανθρώπου την ώρα που βιώνει μια απειλή, είναι παρόμοιο με αυτό που θα συμβεί στο αυτοκίνητό σας, αν επιταχύνετε και πατήσετε απότομα φρένο. Μέσα στο σώμα δημιουργείται μια έντονη διαταραχή, ένας τυφώνας ενέργειας. Από αυτό το παγωμένο κατάλοιπο της ενέργειας που δε διαλύθηκε και δεν εκφορτίστηκε, πηγάζουν και τα τραυματικά συμπτώματα.

Κάθε φορά που το άτομο έρχεται σε επαφή με ερεθίσματα, τα οποία έχει συνδέσει με το τραυματικό γεγονός, έρχεται σε υπερδιέγερση. Καθώς η ενέργειά του είναι ήδη ανεβασμένη, οτιδήποτε του προσθέτει άγχος την ανεβάζει ακόμα περισσότερο. Ο οργανισμός δεν μπορεί να διαχειριστεί όλη αυτή την ενέργεια με αποτέλεσμα να παγώνει ξανά.

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι οι αντιδράσεις φυγής, πάλης και παγώματος δεν είναι μόνο αυτόματες συμπεριφορές, αλλά, μπορούν να επηρεαστούν ανάλογα με το πόσο επιτυχείς ήταν όταν χρησιμοποιήθηκαν την πρώτη φορά. Όταν μια αμυντική συμπεριφορά είναι επιτυχής καταγράφεται στον οργανισμό ως αποτελεσματική και υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα να την χρησιμοποιήσουμε ξανά σε μια ενδεχόμενη απειλητική κατάσταση. Στην περίπτωση του τραύματος, αν το άτομο παγώνοντας γλύτωσε από φρικτό πόνο, αρκεί για να παγώνει κάθε φορά σε παρόμοιες καταστάσεις.

Θεραπεία

Όπως φαίνεται από τα παραπάνω, οι ρίζες του τραύματος εντοπίζονται στην ενστικτώδη φυσιολογία μας, στο σώμα μας, ενώ το τραύμα επηρεάζει τόσο το σώμα όσο και την ψυχή μας. Συνεπώς, χρειάζεται αυτά τα δυο να συνδεθούν ξανά ώστε να υπάρξει θεραπεία.

Πιο συγκεκριμένα, οι στόχοι της θεραπείας του τραύματος είναι:

  • Να συνδέσουμε την έκδηλη με την άδηλη μνήμη, ώστε το άτομο να μπορεί να κάνει μια κατανοητή διήγηση των γεγονότων που έλαβαν μέρος κατά τον τραυματισμό και μετά από αυτόν. Με τον τρόπο αυτό θα μπορεί να βγάζει νόημα των σωματικών αισθήσεων και των συμπεριφορών του μέσα σε αυτό το πλαίσιο.
  • Να τοποθετήσουμε το τραύμα στο παρελθόν: «Τελείωσε. Έγινε πριν καιρό. Επέζησα».
  • Να σβήσουμε τα συμπτώματα της υπερδιέγερσης του νευρικού συστήματος που συνδέονται με τις τραυματικές μνήμες.

Σωματική Επίγνωση

Ένα σημαντικό θεραπευτικό εργαλείο για το τραύμα είναι η σωματική επίγνωση. ‘Όταν το άτομο έχει επίγνωση του σώματός του, αυτό τον βοηθά να δώσει νόημα στις εμπειρίες του, να σταματήσει την τραυματική υπερδιέγερση και να διαχωρίσει το παρελθόν από το παρόν του.

Όταν λέμε σωματική επίγνωση εννοούμε να έχω ακριβή και υποκειμενική συνείδηση των αισθήσεων του σώματός μου, οι οποίες προέρχονται από ερεθίσματα τόσο έξω όσο και μέσα από το σώμα μου. Τα ερεθίσματα έξω από το σώμα είναι όλα αυτά που αντιλαμβανόμαστε μέσω της αφής, της όρασης, της ακοής, της γεύσης και της όσφρησης. Ταυτόχρονα, αντιλαμβανόμαστε και αισθήσεις που προέρχονται από τα εσωτερικά μας όργανα, π.χ. το στομάχι γουργουρίζει όταν πεινάω.

Πώς μας βοηθά η σωματική επίγνωση να συνδέσουμε την έκδηλη με την άδηλη μνήμη, να δώσουμε νόημα σε αυτά που νιώθουμε στο σώμα μας;

Αρχικά είναι σημαντικό να κατανοήσει το άτομο τις αισθήσεις, τα συναισθήματα και τις συμπεριφορές στο πλαίσιο της τραυματικής μνήμης. Δηλαδή, είναι απαραίτητο να αποκτήσουμε επίγνωση του τι συμβαίνει στο σώμα μας, και ταυτόχρονα να χρησιμοποιήσουμε λέξεις, ώστε να περιγράψουμε την εμπειρία μας και να της δώσουμε νόημα. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουμε να καταλάβουμε τι σημαίνουν όλα αυτά τα σωματικά συμπτώματα που συνδέονται με το τραύμα μας.

Όταν αρχίσουμε να εξοικειωνόμαστε με αυτή τη διαδικασία σωματικής επίγνωσης και περιγραφής, θα μπορέσουμε να αναγνωρίσουμε ότι οι σωματικές μας αισθήσεις προέρχονται από μια απειλή η οποία συνέβη στο παρελθόν και έχει τελειώσει, ενώ εμείς καταφέραμε να επιβιώσουμε, δηλαδή, θα τοποθετήσουμε το τραύμα στο παρελθόν μας.

Επίσης, η σωματική επίγνωση βοηθά στην απελευθέρωση της ενέργειας που μένει παγιδευμένη στον οργανισμό με την αντίδραση του παγώματος. Όταν το άτομο έχει καλή επίγνωση του σώματός του, μπορεί να αναγνωρίσει ευκολότερα τα σημάδια της υπερδιέγερσης και καταλαβαίνει από νωρίς στο σώμα του πότε μπαίνει σε κατάσταση παγώματος και πανικού. Επίσης, η σωματική επίγνωση λειτουργεί σαν άγκυρα που τον βγάζει από την υπερδιέγερση και το φέρνει στο παρόν. Με άλλα λόγια, πριν το άτομο περάσει σε υπερδιέγερση και πανικό, θα μπορέσει να έρθει σε επαφή με το σώμα του στο εδώ και τώρα. Θα διαχωρίσει το παρελθόν, όπου έλαβε μέρος η απειλή, από το παρόν, στο οποίο είναι ασφαλής.

Συνεπώς, ένα σημαντικό μέρος της θεραπείας του τραύματος είναι η επαφή με το σώμα μας και επανασύνδεσή τους με την ψυχή μας, ώστε να γίνουμε πάλι ολόκληροι. Αυτή δεν είναι μια εύκολη διαδικασία, ειδικά αν σκεφτούμε πόσα χρόνια έχουμε περάσει προσπαθώντας να σκεφτόμαστε λογικά και να κλείνουμε το στόμα στα συναισθήματα και το σώμα μας.

Για το λόγο αυτό, σε αυτή τη θεραπευτική διαδικασία χρειαζόμαστε στήριξη από τις έμφυτες δυνάμεις του εαυτού μας και από το περιβάλλον μας, τους φίλους και τους συγγενείς μας. Η στήριξη είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι στη θεραπεία του τραύματος. Ένα είδος στήριξης είναι και η θεραπευτική σχέση που αναπτύσσεται με έναν θεραπευτή. Δυστυχώς, υπάρχουν τραύματα πολύ έντονα ή βαθιά ριζωμένα, στα οποία η στήριξη από επαγγελματία είναι απαραίτητη.

Ιωάννα Κουτσοπούλου (MSc)
Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια

logo-transparent

Κουτσοπούλου Ιωάννα

Ψυχολόγος - Ψυχοθεραπεύτρια

& Επόπτρια Gestalt

Scroll to Top