Όταν το σώμα μιλάει…

Ο οργανισμός μας έχει μια βαθιά σοφία που τον βοηθά και επιβιώνει. Έτσι, όταν αρρωσταίνουμε, παρουσιάζονται σωματικά συμπτώματα (π.χ. πυρετός) με σκοπό να μας ειδοποιήσουν ότι κάτι δεν πάει καλά. Υπάρχουν περιπτώσεις που αυτά τα σωματικά συμπτώματα μας οδηγούν σε ιατρικές εξετάσεις, οι οποίες φανερώνουν μια οργανική ασθένεια. Υπάρχουν όμως, και περιπτώσεις που οι εξετάσεις δεν δείχνουν καμιά συγκεκριμένη ασθένεια. Σε αυτές τις περιπτώσεις το σώμα μας μας ειδοποιεί για μια διαταραχή, μια ανισορροπία ή μια δυσκολία, η οποία, όμως εντοπίζεται στην ψυχολογική και συναισθηματική μας λειτουργία.

Ποιες είναι οι διαταραχές που συνδέονται με την ψυχολογία μας;

Σωματόμορφες διαταραχές: ονομάζονται οι διαταραχές κατά τις οποίες εμφανίζονται συμπτώματα που μιμούνται μια σωματική ασθένεια ή έναν τραυματισμό χωρίς να υπάρχει καμία οργανική ασθένεια. Το άτομο που πάσχει από σωματόμορφη διαταραχή βιώνει έντονα σωματικά συμπτώματα, τα οποία μπορεί να δυσκολεύουν τη λειτουργικότητα του, χωρίς όμως να υπάρχει κάποια ιατρική εξήγηση για αυτά.

Ψυχοσωματικές διαταραχές: ονομάζονται οι διαταραχές κατά τις οποίες τα σωματικά συμπτώματα που εμφανίζονται προέρχονται από μια οργανική ασθένεια. Όμως, παρατηρούμε ότι:

  • Η ασθένεια εμφανίστηκε πρώτη φορά μετά από μια περίοδο έντονου στρες.
  • Τα συμπτώματα παρουσιάζονται ή γίνονται πιο έντονα κάθε φορά που το άτομο βρίσκεται σε κατάσταση στρες.
  • Σε πολλές περιπτώσεις η ασθένεια δεν εξηγείται από κάποιο εξωτερικό παράγοντα (π.χ. μπορεί να παρουσιάσω έλκος χωρίς να κάνω κακή διατροφή ή κατάχρηση σε αλκοόλ και καφέ).

Συνεπώς, και στις δυο διαταραχές η ψυχολογία του ατόμου συμβάλλει καθοριστικά στην υγεία ή την ασθένεια του σώματος. Επίσης, ως ένα βαθμό οι περισσότερες ασθένειες είναι ψυχοσωματικές, με την έννοια ότι η ψυχολογία μας κάθε φορά επηρεάζει τη σοβαρότητα μιας ασθένειας. Για παράδειγμα, κάποιος που έχει παρουσιάσει ψωρίαση μπορεί να ντρέπεται ή να στενοχωριέται πάρα πολύ βιώνοντας έτσι την ασθένεια του ως πολύ δύσκολη. Αντίθετα, κάποιος άλλος μπορεί να μην δώσει ιδιαίτερη σημασία στα συμπτώματα της ψωρίασης και να είναι ήρεμος μέχρι που αυτά να υποχωρήσουν.

Επίσης, έχει παρατηρηθεί ότι ορισμένες ασθένειες σχετίζονται άμεσα με ψυχολογικούς παράγοντες. Για παράδειγμα, το έκζεμα, το έλκος στο στομάχι, πολλά μυϊκά και αναπνευστικά προβλήματα, η υψηλή πίεση και οι καρδιακές παθήσεις χειροτερεύουν όσο το άτομο βιώνει άγχος και στρες. Ίσως να μην είναι πάντα καθαρό πώς γίνεται αυτή η σύνδεση, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει.

Πώς συμβαίνει αυτό; Πώς η ψυχολογική μας κατάσταση επηρεάζει τη σωματική μας υγεία;

Κάθε σκέψη και συναίσθημα που γεννιέται στο μυαλό μας αλλάζει τη χημική ισορροπία στο σώμα μας. Ο τρόπος με τον οποίο συμβαίνει αυτό είναι μέσω των νευροπεπτιδίων. Τα νευροπεπτίδια μεταφέρουν πληροφορίες από τον εγκέφαλο σε κάθε κύτταρο του σώματος και από το σώμα στον εγκέφαλο. Δηλαδή σχηματίζουν ένα σύστημα επικοινωνίας σε ολόκληρο το σώμα με αποτέλεσμα κάθε αντίληψη, συναίσθημα και σκέψη να μεταφράζεται σε σωματική αντίδραση και κάθε σωματική αίσθηση προκαλεί μια σκέψη. Έτσι όταν σκέφτομαι ότι θέλω να περπατήσω, μπορώ και περπατάω. Και αντίστροφα, όταν αγγίζω κάτι καυτό, το μήνυμα πάει στον εγκέφαλο και αυτός σκέφτεται και στέλνει την απόφαση να τραβήξω το χέρι μου.

Πότε αυτή η σύνδεση καταλήγει σε ψυχοσωματικές ασθένειες;

Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση του στρες. Το στρες είναι το συναίσθημα που δημιουργείται όταν δεχόμαστε πίεση από τη μια μεριά από το περιβάλλον μας (π.χ. πρέπει να τελειώσεις μια δουλειά σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα) και από την άλλη μεριά από μέσα μας (π.χ. νιώθω ότι δεν προλαβαίνω). Αυτήν ακριβώς την κατάσταση ο οργανισμός μας την αντιλαμβάνεται σαν μια απειλή, ότι δηλαδή ίσως συμβεί κάτι που θα μας πονέσει ή θα μας στενοχωρήσει. Άρα, στη βάση του το στρες είναι ένα χρήσιμο συναίσθημα, το οποίο μας ενημερώνει ότι βιώνουμε μια πίεση και μας κινητοποιεί για να μπορέσουμε να την διαχειριστούμε.

Πώς λειτουργεί το στρες;

Όταν πιεζόμαστε, ο οργανισμός μας αντιλαμβάνεται ότι είμαστε αντιμέτωποι με μια απειλή. Τότε ο εγκέφαλος στέλνει σήμα και αυξάνεται ο ρυθμός της αναπνοής και της καρδιάς με σκοπό να στείλει γρήγορα περισσότερο αίμα στους μύες και το σώμα να είναι έτοιμο είτε να αποφύγει (Φυγή) ή να αντιμετωπίσει (Μάχη) την απειλή. Δηλαδή ο οργανισμός έχει μετακινηθεί από την κατάσταση της φυσικής του ισορροπίας (ηρεμία) και έχει φορτώσει ενέργεια για να δράσει (ένταση και εγρήγορση). Αυτή η φόρτιση ενέργειας συμβαίνει με κάθε συναίσθημα και μένει μέσα στο σώμα μέχρι να βρει τρόπο να βγει, να εκτονωθεί.

Αν ο εγκέφαλος αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει αρκετή δύναμη, χρόνος και χώρος για φυγή, τότε το σώμα αρχίζει να τρέχει, ενώ αν κρίνει ότι δεν υπάρχει χρόνος να φύγω, αλλά υπάρχει αρκετή δύναμη να αμυνθώ, τότε το σώμα θα παλέψει. Και στις δυο αυτές περιπτώσεις, η ενέργεια που έχει συσσωρευτεί από το στρες θα εκτονωθεί. Συνεπώς, το σώμα θα επανέλθει στα φυσιολογικά επίπεδα και θα χαλαρώσει. Αν, όμως, ο εγκέφαλος δε βρίσκει έναν τρόπο να αντιμετωπίσει την πίεση, τότε η ενέργεια του στρες μένει μέσα μου και το σώμα μου παραμένει σε κατάσταση συναγερμού.

Πώς η συσσωρευμένη ενέργεια καταλήγει σε ψυχοσωματικές ασθένειες;

Αυτό συμβαίνει κυρίως με δυο τρόπους. Πρώτον, οι ορμόνες που εκκρίνονται στην κατάσταση στρες, αντί να βοηθούν το ανοσοποιητικό σύστημα να αμυνθεί, βρίσκονται στο μέρος του οργανισμού που ελέγχει το μηχανισμό Φυγής – Μάχης, κι έτσι αφήνουν τον οργανισμό εκτεθειμένο απέναντι σε ιούς και μικρόβια. Δεύτερον, όταν το στρες δεν εκτονώνεται οι μύες παραμένουν σφιγμένοι, η καρδιά συνεχίζει να χτυπά γρήγορα και η αναπνοή μας παραμένει γρήγορη και κοφτή. Ολόκληρος ο οργανισμός μας, δηλαδή, δουλεύει με ένταση, ενώ τα όργανα που δουλεύουν περισσότερο καταπονούνται.

Για παράδειγμα, φανταστείτε ότι προσπαθείτε να βγάλετε την οδοντόκρεμα πιέζοντας το σωληνάριο χωρίς όμως να ανοίξετε το καπάκι. Τότε η οδοντόκρεμα είτε θα βγει από το κάτω μέρος της συσκευασίας της ή θα κάνει μια τρύπα στο πλάι για να απελευθερωθεί. Είναι φυσικό να βγει από το μέρος του σωληναρίου που είναι πιο αδύναμο. Τώρα φανταστείτε ότι το σωληνάριο με την οδοντόκρεμα είστε εσείς και η πίεση είναι το στρες. Αν δεν ανοίγετε το καπάκι σας, δηλαδή δεν εκτονώνετε την ενέργεια που έχει συσσωρευτεί από την πίεση, τότε αυτή θα βρει το πιο αδύναμο σημείο σας για να βγει. Αυτό μπορεί να είναι οι μυς σας, το στομάχι σας ή τα νεύρα σας.

Όταν αυτή η διαδικασία συμβαίνει συχνά στην καθημερινότητα μας, τότε όλη αυτή η ενέργεια συσσωρεύεται και το στρες γίνεται χρόνιο. Δηλαδή το ανοσοποιητικό σύστημα είναι μόνιμα εκτεθειμένο, η παροδική αύξηση του ρυθμού της καρδιάς γίνεται υπέρταση και ταχυκαρδίες, η αυξημένη αναπνοή γίνεται δύσπνοια και το μικρό σφίξιμο στους μύες γίνεται πόνοι και πιασίματα. Άρα το άγχος μας, ο θυμός μας, η στενοχώρια μας που δεν εκφράζονται, μαζεύονται και πιέζουν όλο και περισσότερο μέχρι να βρουν ένα αδύναμο μέρος στο σώμα και να ξεσπάσουν εκεί. Με άλλα λόγια δημιουργούνται ψυχοσωματικά συμπτώματα.

Πώς τα ψυχοσωματικά συμπτώματα μπορούν να μας βοηθήσουν;

Φανταστείτε ότι στο σπίτι σας έχετε ανιχνευτές καπνού, οι οποίοι κάθε φορά που ανιχνεύουν καπνό, αρχικά ανάβουν ένα κόκκινο λαμπάκι, έπειτα σφυρίζουν, και τελικά ρίχνουν νερό. Με τον ίδιο τρόπο λειτουργούν και τα ψυχοσωματικά συμπτώματα. Η ενέργεια που συσσωρεύεται και πιέζει συνεχώς τον οργανισμό μας είναι η φωτιά. Ο οργανισμός μας ανιχνεύει τον κίνδυνο και αρχίζει να παρουσιάζει ψυχοσωματικά συμπτώματα (π.χ. πόνους στον αυχένα), δηλαδή ανάβει το κόκκινο λαμπάκι για να μας ειδοποιήσει ότι κάτι δεν πάει καλά. Αν το αγνοήσουμε (π.χ. πάρουμε χάπια και προσωρινά περάσει ο πόνος), ο οργανισμός στέλνει ένα πιο έντονο σύμπτωμα για να μας ειδοποιήσει (π.χ. οι πόνοι γίνονται πιο συχνοί), και έτσι ο συναγερμός αρχίζει να σφυρίζει. Αν και πάλι δεν κάνουμε τίποτα, τότε αρχίζει να ρίχνει νερό (π.χ. μπορεί να αποκτήσουμε σοβαρό πρόβλημα στον αυχένα μας που θα μας ακινητοποιήσει). Αυτή είναι η προσπάθεια του οργανισμού να σβήσει τη “φωτιά”, αφού, όσο είμαστε ακινητοποιημένοι από ένα πρόβλημα στον αυχένα, έχουμε την ευκαιρία να ξεκουραστούμε.

Συνεπώς, μέσα από τα ψυχοσωματικά συμπτώματα το σώμα μας μας μιλάει. Μας ειδοποιεί ότι υπάρχουν κάποια συναισθήματα, τα οποία δεν έχουμε βρει τρόπους να τα εκτονώσουμε κι έτσι επιβαρύνουμε τον οργανισμό μας. Αν δεν ακούσουμε το σώμα μας, αν, δηλαδή, δεν χαλαρώσουμε την πίεση μας, τότε θα βρει αυτό έναν τρόπο να μας αναγκάσει να χαλαρώσουμε, για να μπορέσει να επιβιώσει.

Πώς μπορούμε να ακούσουμε το σώμα μας;

Αυτό που κάνουμε συνήθως όταν έχουμε ένα ψυχοσωματικό σύμπτωμα (π.χ. ημικρανίες), είναι να προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε το ίδιο το σύμπτωμα (π.χ. να πάρουμε παυσίπονα). Σύμφωνα με το παράδειγμα μας, αυτή η αντιμετώπιση είναι σαν να έχει αρχίσει να χτυπάει ο συναγερμός της πυρανίχνευσης κι εμείς αντί να ψάχνουμε από πού έρχεται ο καπνός, να προσπαθούμε να κάνουμε το συναγερμό να σταματήσει. Ακόμη κι αν τα καταφέρουμε, η φωτιά θα συνεχίσει να υπάρχει και ο συναγερμός θα αρχίσει να ξαναχτυπά.

Άρα, αυτό που χρειάζεται, είναι να διερευνήσουμε το ψυχοσωματικό σύμπτωμα,  ώστε να ανακαλύψουμε που υπάρχει «φωτιά», δηλαδή που έχει συσσωρευτεί συναισθηματική ενέργεια και μας πιέζει. Ένας χρήσιμος τρόπος για να ακούσουμε το σώμα μας, λοιπόν, είναι:

1) Αντί να αποφύγουμε την ενόχληση προσπαθούμε να την εντοπίσουμε. Χρειάζεται, δηλαδή να δούμε ποιος «συναγερμός» βαράει για να μπορέσουμε να οδηγηθούμε στο πρόβλημα που τον ενεργοποίησε.

2) Να εξετάζουμε με ποια αίσθηση ή συναίσθημα συνδέεται το σύμπτωμα. Σε αυτό βοηθά να αναρωτηθούμε:

  • Τι είδους ενόχληση νιώθουμε (βάρος, σφίξιμο ή κάτι άλλο);
  • Τι προσπαθεί να κάνει μέσα στο σώμα μας (θέλει να μας κινητοποιήσει και προς κάποια κατεύθυνση);
  • Πότε ξεκίνησε ή πότε συμβαίνει (ποιο γεγονός ή ποια σκέψη μέσα στη μέρα μας δημιούργησε ή μας δημιουργεί συνήθως αυτήν την ενόχληση. Μήπως συνέβη κάτι που μας άγχωσε, μας στενοχώρησε ή μας θύμωσε και εμείς δεν μπορέσαμε να το εκτονώσουμε;)

Με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουμε αρχικά να εντοπίσουμε πιο είναι το καταπιεσμένο συναίσθημα μας που κρύβεται πίσω από το ψυχοσωματικό σύμπτωμα, ώστε έπειτα να βρούμε και ένα τρόπο να το διαχειριστούμε (βλ. άρθρο Διαχείριση Συναισθημάτων). Μπορεί αρχικά αυτή η διαδικασία να φαίνεται παράξενη, ωστόσο, ήδη την κάνουμε καθημερινά όταν ακούμε το σώμα μας που πεινάει, διψάει, νυστάζει ή πονάει. Το ίδιο σημαντικό είναι να το ακούσουμε κι όταν πιέζεται από συναισθήματα που χρειάζεται να εκτονωθούν. Και μην ξεχνάτε ότι σε αυτή τη διαδικασία μπορείτε πάντα να πάρετε βοήθεια από έναν εξειδικευμένο γιατρό ή ψυχολόγο.

Ιωάννα Κουτσοπούλου (MSc)
Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια

logo-transparent

Κουτσοπούλου Ιωάννα

Ψυχολόγος - Ψυχοθεραπεύτρια

& Επόπτρια Gestalt

Scroll to Top